- στοναχή
- στοναχήgroaningfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στοναχή — η, ΝΑ, και στεναχή, Α το να στενάζει κανείς, στεναγμός, θρήνος με αναστεναγμούς αρχ. (σχετικά με θάλασσα) ρόχθος, βουητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < στενάχω (πρβλ. ἰαχή). Ο φωνηεντισμός τού τ. στοναχή κατά το στόνος] … Dictionary of Greek
στοναχῇ — στοναχέω groan pres subj mp 2nd sg στοναχέω groan pres ind mp 2nd sg στοναχέω groan pres subj act 3rd sg στοναχή groaning fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοναχαῖς — στοναχή groaning fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοναχαῖσι — στοναχή groaning fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοναχαῖσιν — στοναχή groaning fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοναχαί — στοναχή groaning fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοναχᾶς — στοναχή groaning fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοναχήν — στοναχή groaning fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόναχος — ὁ, Α στοναχή, στεναγμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < στοναχή, κατά τα αρσ. σε ος] … Dictionary of Greek
μυχμός — μυχμός, ὁ (Α) αναστεναγμός («μυχμῷ τε στοναχῇ τε δόμων προπάροιθ Ὀδυσῆος», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μυγμός] … Dictionary of Greek